- ετερόχρως
- ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + χρως].
Dictionary of Greek. 2013.